Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαυλίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαυλίζω
<
φαῦλος
+
-ίζω
Ρήμα
επεξεργασία
φαυλίζω
υποτιμώ
κάποιον, τον
αποδοκιμάζω
, δεν τον
εγκρίνω
πάλιν αὖ τοὺς νομοθέτας
φαυλίζεις
.