φαυλεπίφαυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φαυλεπίφαυλος, -η, -ο
- δυο φορές φαύλος, ο απολύτως φαύλος, ο απολύτως αχρείος
- ※ Αρχίζει, κατά τη συνήθειά του, να βρίζει τους πολιτικούς. Φαυλεπίφαυλος ο ένας, γελοίος ο άλλος, όλοι έτοιμοι να χρηματισθούν, να πέσουν στα πόδια σου για να τα πάρουν (Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αδιανόητο τοπίο, 1991)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαυλεπίφαυλος
|