Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλόβαθμος η χαμηλόβαθμη το χαμηλόβαθμο
      γενική του χαμηλόβαθμου της χαμηλόβαθμης του χαμηλόβαθμου
    αιτιατική τον χαμηλόβαθμο τη χαμηλόβαθμη το χαμηλόβαθμο
     κλητική χαμηλόβαθμε χαμηλόβαθμη χαμηλόβαθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλόβαθμοι οι χαμηλόβαθμες τα χαμηλόβαθμα
      γενική των χαμηλόβαθμων των χαμηλόβαθμων των χαμηλόβαθμων
    αιτιατική τους χαμηλόβαθμους τις χαμηλόβαθμες τα χαμηλόβαθμα
     κλητική χαμηλόβαθμοι χαμηλόβαθμες χαμηλόβαθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλόβαθμος < χαμηλό- + βαθμ(ός) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.miˈlo.va.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λό‐βαθ‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: χα‐μη‐λό‐βα‐θμος

  Επίθετο επεξεργασία

χαμηλόβαθμος, -η, -ο

  1. που έχει χαμηλούς βαθμούς σε αξιολόγηση σχολική
  2. που φέρει χαμηλό βαθμό σε στρατιωτικής δομής υπηρεσία
  3. (μεταφορικά) για στέλεχος (οργάνωσης, υπηρεσίας, εταιρείας, κόμματος) που δεν είναι σημαντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία