προώλης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
προωλεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | προώλης | τὸ | προῶλες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | προώλους | τοῦ | προώλους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | προώλει | τῷ | προώλει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | προώλη | τὸ | προῶλες | ||
κλητική ὦ! | προῶλες | προῶλες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | προώλεις | τὰ | προώλη | ||
γενική | τῶν | προώλων | τῶν | προώλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | προώλεσῐ(ν) | τοῖς | προώλεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | προώλεις | τὰ | προώλη | ||
κλητική ὦ! | προώλεις | προώλη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προώλει | τὼ | προώλει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προώλοιν | τοῖν | προώλοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προώλης < προ- + ωλ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο ὄλλυμι (αφανίζω) + -ης[1]
Επίθετο επεξεργασία
προώλης, -ης, -ες
- άξιος να χαθεί πρόωρα, από πριν χαμένος
- κατεστραμμένος, αφανισμένος
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ἐξώλης (εντελώς χαμένος)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- προώλης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προώλης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.