θυννώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θυννώδης < αρχαία ελληνική θύνν(ος) (μεγάλο ψάρι) + -ώδης. Δείτε και θύνω,(ορμώ)
Επίθετο
επεξεργασίαθυννώδης, -ης, -ες
- (ελληνιστική κοινή) κουτός σαν θύννος, σαν τόνος, μεγάλο ψάρι
Συγγενικά
επεξεργασία- θύννειος
- θυννευτικός
- → και δείτε τη λέξη θύννος
Πηγές
επεξεργασία- θυννώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.