→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θυννώδης τὸ θυννῶδες
      γενική τοῦ/τῆς θυννώδους τοῦ θυννώδους
      δοτική τῷ/τῇ θυννώδει τῷ θυννώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν θυννώδη τὸ θυννῶδες
     κλητική ! θυννῶδες θυννῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θυννώδεις τὰ θυννώδη
      γενική τῶν θυννώδων τῶν θυννώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς θυννώδεσ(ν) τοῖς θυννώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς θυννώδεις τὰ θυννώδη
     κλητική ! θυννώδεις θυννώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θυννώδει τὼ θυννώδει
      γεν-δοτ τοῖν θυννώδοιν τοῖν θυννώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θυννώδης < αρχαία ελληνική θύνν(ος) (μεγάλο ψάρι) + -ώδης. Δείτε και θύνω,(ορμώ)

  Επίθετο

επεξεργασία

θυννώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

επεξεργασία