τανυήκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατανυήκης, -ης, -ες
- που έχει με μακριά άκρη, που έχει με μακριά ακίδα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 443 (440-444)
- αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, | δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, | μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, | θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων | ψυχὰς ἐξαφέλησθε,
- Κι αφού τα πάντα μέσα εδώ τα βάλετε σε τάξη, | βγάλτε τις δούλες έξω απ᾽ το καλοχτισμένο μέγαρο | και στην αυλή, στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο μας φράχτη, | τις σφάζετε με τα γυμνά σας κοφτερά σπαθιά, ώσπου καμιά τους | να μη μείνει ζωντανή·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, | δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, | μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, | θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων | ψυχὰς ἐξαφέλησθε,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 439 (438-441)
- Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα, | σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ, | τῷ οἱ ἀποτμήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι, | καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν·
- Ακούγοντας τα λόγια του, μέσα μου τότε ταλαντεύθηκα | αν έπρεπε να σύρω το μακρύ σπαθί μου από το στιβαρό μερί μου, | και κόβοντας το κεφάλι του, να το άφηνα να κυλιστεί στο χώμα, | κι ας ήταν άνθρωπος πολύ δικός·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα, | σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ, | τῷ οἱ ἀποτμήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι, | καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 443 (440-444)
- μακρύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 768 (768-769)
- αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας ὄζους | ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων,
- που σμίγουν όλ᾽, αντικτυπούν τα μακριά κλαδιά τους, | και όπως συντρίβονται πολύς ο βρόντος αντηχάει,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας ὄζους | ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 768 (768-769)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τανυήκης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τανυήκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.