→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τανυήκης τὸ τανυῆκες
      γενική τοῦ/τῆς τανυήκους τοῦ τανυήκους
      δοτική τῷ/τῇ τανυήκει τῷ τανυήκει
    αιτιατική τὸν/τὴν τανυήκη τὸ τανυῆκες
     κλητική ! τανυῆκες τανυῆκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τανυήκεις τὰ τανυήκη
      γενική τῶν τανυήκων τῶν τανυήκων
      δοτική τοῖς/ταῖς τανυήκεσ(ν) τοῖς τανυήκεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τανυήκεις τὰ τανυήκη
     κλητική ! τανυήκεις τανυήκη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τανυήκει τὼ τανυήκει
      γεν-δοτ τοῖν τανυήκοιν τοῖν τανυήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τανυήκης < τανύω + ἀκή

  Επίθετο

επεξεργασία

τανυήκης, -ης, -ες

  1. που έχει με μακριά άκρη, που έχει με μακριά ακίδα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 443 (440-444)
    αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, | δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, | μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, | θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων | ψυχὰς ἐξαφέλησθε,
    Κι αφού τα πάντα μέσα εδώ τα βάλετε σε τάξη, | βγάλτε τις δούλες έξω απ᾽ το καλοχτισμένο μέγαρο | και στην αυλή, στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο μας φράχτη, | τις σφάζετε με τα γυμνά σας κοφτερά σπαθιά, ώσπου καμιά τους | να μη μείνει ζωντανή·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 439 (438-441)
    Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα, | σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ, | τῷ οἱ ἀποτμήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι, | καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν·
    Ακούγοντας τα λόγια του, μέσα μου τότε ταλαντεύθηκα | αν έπρεπε να σύρω το μακρύ σπαθί μου από το στιβαρό μερί μου, | και κόβοντας το κεφάλι του, να το άφηνα να κυλιστεί στο χώμα, | κι ας ήταν άνθρωπος πολύ δικός·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. μακρύς
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 768 (768-769)
    αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας ὄζους | ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων,
    που σμίγουν όλ᾽, αντικτυπούν τα μακριά κλαδιά τους, | και όπως συντρίβονται πολύς ο βρόντος αντηχάει,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία