→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζημιώδης τὸ ζημιῶδες
      γενική τοῦ/τῆς ζημιώδους τοῦ ζημιώδους
      δοτική τῷ/τῇ ζημιώδει τῷ ζημιώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν ζημιώδη τὸ ζημιῶδες
     κλητική ! ζημιῶδες ζημιῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζημιώδεις τὰ ζημιώδη
      γενική τῶν ζημιώδων τῶν ζημιώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζημιώδεσ(ν) τοῖς ζημιώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζημιώδεις τὰ ζημιώδη
     κλητική ! ζημιώδεις ζημιώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζημιώδει τὼ ζημιώδει
      γεν-δοτ τοῖν ζημιώδοιν τοῖν ζημιώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζημιώδης < ζημί(α) + -ώδης (< εἶδος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ζημιώδης, ζημιώδης, ζημιῶδες

  1. επιζήμιος, βλαβερός
  2. ζημιάρης

Παράγωγα

επεξεργασία