Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιῶδες < ουδέτερο του επιθέτου μανιώδης

  Επίθετο επεξεργασία

μανιῶδες

→ δείτε τη λέξη  μανιώδης