↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσώδης η νοσώδης το νοσώδες
      γενική του νοσώδους της νοσώδους του νοσώδους
    αιτιατική τον νοσώδη τη νοσώδη το νοσώδες
     κλητική νοσώδη(ς) νοσώδης νοσώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσώδεις οι νοσώδεις τα νοσώδη
      γενική των νοσωδών των νοσωδών των νοσωδών
    αιτιατική τους νοσώδεις τις νοσώδεις τα νοσώδη
     κλητική νοσώδεις νοσώδεις νοσώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νοσώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

νοσώδης, -ης, -ες (λόγιο)

  1. που προκαλεί αρρώστια
     συνώνυμα: ανθυγιεινός, νοσηρός, νοσογόνος
     αντώνυμα: υγιεινός
  2. που αρρωσταίνει εύκολα
     συνώνυμα: ασθενικός, φιλάσθενος
     αντώνυμα: δυνατός, εύρωστος, υγιής
  3. (μεταφορικά) που φέρνει συμφορές
     συνώνυμα: καταστρεπτικός, καταστροφικός, ολέθριος
     αντώνυμα: ευνοϊκός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
νοσωδεσ-
ονομαστική / νοσώδης τὸ νοσῶδες
      γενική τοῦ/τῆς νοσώδους τοῦ νοσώδους
      δοτική τῷ/τῇ νοσώδει τῷ νοσώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν νοσώδη τὸ νοσῶδες
     κλητική ! νοσῶδες νοσῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νοσώδεις τὰ νοσώδη
      γενική τῶν νοσώδων τῶν νοσώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς νοσώδεσ(ν) τοῖς νοσώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νοσώδεις τὰ νοσώδη
     κλητική ! νοσώδεις νοσώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νοσώδει τὼ νοσώδει
      γεν-δοτ τοῖν νοσώδοιν τοῖν νοσώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσώδης < νόσ(ος) + -ώδης (εἶδος)

  Επίθετο

επεξεργασία

νοσώδης, -ης, -ες

  1. άρρωστος
     αντώνυμα: ὑγιεινός
  2. νοσηρός
  3. επιβλαβής, ολέθριος