νοσώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νοσώδης | η | νοσώδης | το | νοσώδες |
γενική | του | νοσώδους | της | νοσώδους | του | νοσώδους |
αιτιατική | τον | νοσώδη | τη | νοσώδη | το | νοσώδες |
κλητική | νοσώδη(ς) | νοσώδης | νοσώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νοσώδεις | οι | νοσώδεις | τα | νοσώδη |
γενική | των | νοσωδών | των | νοσωδών | των | νοσωδών |
αιτιατική | τους | νοσώδεις | τις | νοσώδεις | τα | νοσώδη |
κλητική | νοσώδεις | νοσώδεις | νοσώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοσώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νοσώδης
Επίθετο
επεξεργασίανοσώδης, -ης, -ες (λόγιο)
- που προκαλεί αρρώστια
- που αρρωσταίνει εύκολα
- (μεταφορικά) που φέρνει συμφορές
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοσώδης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
νοσωδεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | νοσώδης | τὸ | νοσῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νοσώδους | τοῦ | νοσώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νοσώδει | τῷ | νοσώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νοσώδη | τὸ | νοσῶδες | ||
κλητική ὦ! | νοσῶδες | νοσῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νοσώδεις | τὰ | νοσώδη | ||
γενική | τῶν | νοσώδων | τῶν | νοσώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νοσώδεσῐ(ν) | τοῖς | νοσώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νοσώδεις | τὰ | νοσώδη | ||
κλητική ὦ! | νοσώδεις | νοσώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νοσώδει | τὼ | νοσώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νοσώδοιν | τοῖν | νοσώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανοσώδης, -ης, -ες
Πηγές
επεξεργασία- νοσώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νοσώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.