↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλάσθενος η φιλάσθενη το φιλάσθενο
      γενική του φιλάσθενου της φιλάσθενης του φιλάσθενου
    αιτιατική τον φιλάσθενο τη φιλάσθενη το φιλάσθενο
     κλητική φιλάσθενε φιλάσθενη φιλάσθενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλάσθενοι οι φιλάσθενες τα φιλάσθενα
      γενική των φιλάσθενων των φιλάσθενων των φιλάσθενων
    αιτιατική τους φιλάσθενους τις φιλάσθενες τα φιλάσθενα
     κλητική φιλάσθενοι φιλάσθενες φιλάσθενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλάσθενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλάσθενος. Συγχρονικά αναλύεται σε (φίλος) φιλ- + (ασθένεια)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈla.sθe.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λά‐σθε‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλάσθενος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλάσθενος τὸ φιλάσθενον
      γενική τοῦ/τῆς φιλασθένου τοῦ φιλασθένου
      δοτική τῷ/τῇ φιλασθέν τῷ φιλασθέν
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλάσθενον τὸ φιλάσθενον
     κλητική ! φιλάσθενε φιλάσθενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλάσθενοι τὰ φιλάσθεν
      γενική τῶν φιλασθένων τῶν φιλασθένων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλασθένοις τοῖς φιλασθένοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλασθένους τὰ φιλάσθεν
     κλητική ! φιλάσθενοι φιλάσθεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλασθένω τὼ φιλασθένω
      γεν-δοτ τοῖν φιλασθένοιν τοῖν φιλασθένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλάσθενος, ήδη στον Ιπποκράτη < (φίλος) φιλ- + ἀσθεν- (ἀσθένεια) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλάσθενος, -η, -ον