→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δακρυώδης τὸ δακρυῶδες
      γενική τοῦ/τῆς δακρυώδους τοῦ δακρυώδους
      δοτική τῷ/τῇ δακρυώδει τῷ δακρυώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν δακρυώδη τὸ δακρυῶδες
     κλητική ! δακρυῶδες δακρυῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δακρυώδεις τὰ δακρυώδη
      γενική τῶν δακρυώδων τῶν δακρυώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς δακρυώδεσ(ν) τοῖς δακρυώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δακρυώδεις τὰ δακρυώδη
     κλητική ! δακρυώδεις δακρυώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δακρυώδει τὼ δακρυώδει
      γεν-δοτ τοῖν δακρυώδοιν τοῖν δακρυώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δακρυώδης, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < δάκρυ / δάκρυ(ον) + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

δακρυώδης, -ης, -ες

  1. (ιατρική) που εκκρίνει υγρό (όπως ένα δάκρυ)
  2. που μοιάζει με δάκρυ
  3. γεμάτος δάκρυα
  4. αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος