→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βραγχώδης τὸ βραγχῶδες
      γενική τοῦ/τῆς βραγχώδους τοῦ βραγχώδους
      δοτική τῷ/τῇ βραγχώδει τῷ βραγχώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν βραγχώδη τὸ βραγχῶδες
     κλητική ! βραγχῶδες βραγχῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βραγχώδεις τὰ βραγχώδη
      γενική τῶν βραγχώδων τῶν βραγχώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς βραγχώδεσ(ν) τοῖς βραγχώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βραγχώδεις τὰ βραγχώδη
     κλητική ! βραγχώδεις βραγχώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βραγχώδει τὼ βραγχώδει
      γεν-δοτ τοῖν βραγχώδοιν τοῖν βραγχώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραγχώδης < βράγχ(ος) + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

βραγχώδης, -ης, -ες

  1. ο ευαίσθητος στον λαιμό που βραχνιάζει εύκολα
  2. που προξενεί βραχνάδα