→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κωπήρης τὸ κωπῆρες
      γενική τοῦ/τῆς κωπήρους τοῦ κωπήρους
      δοτική τῷ/τῇ κωπήρει τῷ κωπήρει
    αιτιατική τὸν/τὴν κωπήρη τὸ κωπῆρες
     κλητική ! κωπῆρες κωπῆρες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κωπήρεις τὰ κωπήρη
      γενική τῶν κωπήρων τῶν κωπήρων
      δοτική τοῖς/ταῖς κωπήρεσ(ν) τοῖς κωπήρεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κωπήρεις τὰ κωπήρη
     κλητική ! κωπήρεις κωπήρη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κωπήρει τὼ κωπήρει
      γεν-δοτ τοῖν κωπήροιν τοῖν κωπήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωπήρης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κωπήρης, -ης, -ες

  1. που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 118.5
    καὶ τῇ θαλάσσῃ χρωμένους, ὅσα ἂν κατὰ τὴν ἑαυτῶν καὶ κατὰ τὴν ξυμμαχίαν, Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς ξυμμάχους πλεῖν μὴ μακρᾷ νηί, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ, ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα.
    Οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους θα έχουν το δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Πελοποννήσου, όχι όμως με πολεμικά καράβια, αλλά με ό,τι πλοίο κινείται με κουπιά και έχει χωρητικότητα ανώτατο όριο πεντακόσια τάλαντα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. που κρατά το κουπί
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 160 (159-160)
    ὦ τέκν᾽, Ἀχαιῶν πρὸς ναῦς ἤδη | κινεῖται κωπήρης χείρ.
    Στων Αργείων τα καράβια, παιδιά μου, | τα κουπιά κιόλας πήραν στα χέρια.
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία