↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευρώδης η νευρώδης το νευρώδες
      γενική του νευρώδους της νευρώδους του νευρώδους
    αιτιατική τον νευρώδη τη νευρώδη το νευρώδες
     κλητική νευρώδη(ς) νευρώδης νευρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευρώδεις οι νευρώδεις τα νευρώδη
      γενική των νευρωδών των νευρωδών των νευρωδών
    αιτιατική τους νευρώδεις τις νευρώδεις τα νευρώδη
     κλητική νευρώδεις νευρώδεις νευρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευρώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νευρώδης (ισχυρός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /neˈvro.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευ‐ρώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

νευρώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευρώδης < νεῦρ(ον) + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

νευρώδης,-ης, -ες

  1. γεμάτος νεύρα
     συνώνυμα: νευροειδής
  2. μυώδης, δυνατός, ισχυρός
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) νευρῶδες: το νευρικό σύστημα

Συγγενικά

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νευρώδης τὸ νευρῶδες
      γενική τοῦ/τῆς νευρώδους τοῦ νευρώδους
      δοτική τῷ/τῇ νευρώδει τῷ νευρώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν νευρώδη τὸ νευρῶδες
     κλητική ! νευρῶδες νευρῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νευρώδεις τὰ νευρώδη
      γενική τῶν νευρώδων τῶν νευρώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς νευρώδεσ(ν) τοῖς νευρώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς νευρώδεις τὰ νευρώδη
     κλητική ! νευρώδεις νευρώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νευρώδει τὼ νευρώδει
      γεν-δοτ τοῖν νευρώδοιν τοῖν νευρώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές