Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γραμμώδης τὸ γραμμῶδες
      γενική τοῦ/τῆς γραμμώδους τοῦ γραμμώδους
      δοτική τῷ/τῇ γραμμώδει τῷ γραμμώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν γραμμώδη τὸ γραμμῶδες
     κλητική ! γραμμῶδες γραμμῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γραμμώδεις τὰ γραμμώδη
      γενική τῶν γραμμώδων τῶν γραμμώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς γραμμώδεσ(ν) τοῖς γραμμώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς γραμμώδεις τὰ γραμμώδη
     κλητική ! γραμμώδεις γραμμώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γραμμώδει τὼ γραμμώδει
      γεν-δοτ τοῖν γραμμώδοιν τοῖν γραμμώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

γραμμώδης, -ης, -ες

  Πηγές επεξεργασία