ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑετώδης τὸ ὑετῶδες
      γενική τοῦ/τῆς ὑετώδους τοῦ ὑετώδους
      δοτική τῷ/τῇ ὑετώδει τῷ ὑετώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑετώδη τὸ ὑετῶδες
     κλητική ! ὑετῶδες ὑετῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑετώδεις τὰ ὑετώδη
      γενική τῶν ὑετώδων τῶν ὑετώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑετώδεσ(ν) τοῖς ὑετώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑετώδεις τὰ ὑετώδη
     κλητική ! ὑετώδεις ὑετώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑετώδει τὼ ὑετώδει
      γεν-δοτ τοῖν ὑετώδοιν τοῖν ὑετώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑετώδης (ελληνιστική κοινή) < ὑετός + -ωδης

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑετώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)

  • (μετεωρολογία) βροχερός
    ※  1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκή αρχαιολογία, 1.30 @scaife.perseus
    μετὰ δὴ τοῦτο τῇ δευτέρᾳ τῶν ἡμερῶν τὸν οὐρανὸν τοῖς ὅλοις ἐπιτίθησιν, ὅτʼ αὐτὸν ἀπὸ τῶν ἄλλων διακρίνας κατʼ αὐτὸν ἠξίωσε τετάχθαι, κρύσταλλόν τε περιπήξας αὐτῷ καὶ νότιον αὐτὸν καὶ ὑετώδη πρὸς τὴν ἀπὸ τῶν δρόσων ὠφέλειαν ἁρμοδίως τῇ γῇ μηχανησάμενος.

Συγγενικά

επεξεργασία