↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σομφώδης η σομφώδης το σομφώδες
      γενική του σομφώδους της σομφώδους του σομφώδους
    αιτιατική τον σομφώδη τη σομφώδη το σομφώδες
     κλητική σομφώδη(ς) σομφώδης σομφώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σομφώδεις οι σομφώδεις τα σομφώδη
      γενική των σομφωδών των σομφωδών των σομφωδών
    αιτιατική τους σομφώδεις τις σομφώδεις τα σομφώδη
     κλητική σομφώδεις σομφώδεις σομφώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σομφώδης < ελληνιστική κοινή σομφώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

σομφώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σομφώδης τὸ σομφῶδες
      γενική τοῦ/τῆς σομφώδους τοῦ σομφώδους
      δοτική τῷ/τῇ σομφώδει τῷ σομφώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν σομφώδη τὸ σομφῶδες
     κλητική ! σομφῶδες σομφῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σομφώδεις τὰ σομφώδη
      γενική τῶν σομφώδων τῶν σομφώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς σομφώδεσ(ν) τοῖς σομφώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σομφώδεις τὰ σομφώδη
     κλητική ! σομφώδεις σομφώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σομφώδει τὼ σομφώδει
      γεν-δοτ τοῖν σομφώδοιν τοῖν σομφώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα