σομφώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σομφώδης | η | σομφώδης | το | σομφώδες |
γενική | του | σομφώδους | της | σομφώδους | του | σομφώδους |
αιτιατική | τον | σομφώδη | τη | σομφώδη | το | σομφώδες |
κλητική | σομφώδη(ς) | σομφώδης | σομφώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σομφώδεις | οι | σομφώδεις | τα | σομφώδη |
γενική | των | σομφωδών | των | σομφωδών | των | σομφωδών |
αιτιατική | τους | σομφώδεις | τις | σομφώδεις | τα | σομφώδη |
κλητική | σομφώδεις | σομφώδεις | σομφώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σομφώδης < ελληνιστική κοινή σομφώδης
Επίθετο
επεξεργασίασομφώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σομφός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σομφώδης
→ δείτε τη λέξη σομφός |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σομφώδης | τὸ | σομφῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σομφώδους | τοῦ | σομφώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σομφώδει | τῷ | σομφώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σομφώδη | τὸ | σομφῶδες | ||
κλητική ὦ! | σομφῶδες | σομφῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σομφώδεις | τὰ | σομφώδη | ||
γενική | τῶν | σομφώδων | τῶν | σομφώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σομφώδεσῐ(ν) | τοῖς | σομφώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σομφώδεις | τὰ | σομφώδη | ||
κλητική ὦ! | σομφώδεις | σομφώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σομφώδει | τὼ | σομφώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σομφώδοιν | τοῖν | σομφώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- σομφώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.