γαλακτερός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γαλακτερός < γάλα (ίσως από αρχαία ελληνική γαλάκτινος και γαλαθηνός)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γαλακτερός
- που έχει πολύ γάλα, είναι γεμάτος γάλα
- (όχι σύνηθες) που είναι από γάλα
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- τα γαλακτερά ως ουσιαστικό: τα γαλακτοκομικά προϊόντα