γαλατένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλατένιος | η | γαλατένια | το | γαλατένιο |
γενική | του | γαλατένιου | της | γαλατένιας | του | γαλατένιου |
αιτιατική | τον | γαλατένιο | τη | γαλατένια | το | γαλατένιο |
κλητική | γαλατένιε | γαλατένια | γαλατένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλατένιοι | οι | γαλατένιες | τα | γαλατένια |
γενική | των | γαλατένιων | των | γαλατένιων | των | γαλατένιων |
αιτιατική | τους | γαλατένιους | τις | γαλατένιες | τα | γαλατένια |
κλητική | γαλατένιοι | γαλατένιες | γαλατένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.laˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐τέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαγαλατένιος, -α, -ο
- φτιαγμένος από γάλα, που έχει ως βασικό συστατικό το γάλα
- που είναι κάτασπρος, που έχει το χρώμα του γάλακτος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε επίθετα στο γαλακτερός και τη λέξη γάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ γαλατένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας