↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλατένιος η γαλατένια το γαλατένιο
      γενική του γαλατένιου της γαλατένιας του γαλατένιου
    αιτιατική τον γαλατένιο τη γαλατένια το γαλατένιο
     κλητική γαλατένιε γαλατένια γαλατένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλατένιοι οι γαλατένιες τα γαλατένια
      γενική των γαλατένιων των γαλατένιων των γαλατένιων
    αιτιατική τους γαλατένιους τις γαλατένιες τα γαλατένια
     κλητική γαλατένιοι γαλατένιες γαλατένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλατένιος < (γάλα) γαλατ- + -ένιος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣa.laˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐τέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαλατένιος, -α, -ο

  1. φτιαγμένος από γάλα, που έχει ως βασικό συστατικό το γάλα
  2. που είναι κάτασπρος, που έχει το χρώμα του γάλακτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.