αγαλακτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαλακτία < (λόγιο δάνειο) νεολατινική agalactia < αρχαία ελληνική ἀγαλακτία[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣa.laˈkti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐λα‐κτί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαλακτία θηλυκό
- (ιατρική) η έλλειψη γάλακτος κατά τον χρόνο έναρξης της γαλουχίας, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα θηλαστικά των κτηνοτροφικών μονάδων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαλακτία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαλακτία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγαλαξία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)