αγαλακτία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαλακτία < αρχαία ελληνική ἀγαλακτία < γάλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαλακτία θηλυκό
- η έλλειψη γάλακτος κατά το χρόνο έναρξης της γαλουχίας, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα θηλαστικά των κτηνοτροφικών μονάδων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γάλα