ενικός         πληθυντικός  
agalactia agalactias
Συνήθως άκλιτο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
agalactia < νεολατινική agalactia < αρχαία ελληνική ἀγαλακτία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agalactia (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɡaˈlaɡtja/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agalactia (es) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agalactia (pt) θηλυκό