agalassia
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agalassia | agalassie |
Ετυμολογία
επεξεργασία- agalassia < αρχαία ελληνική ἀγαλαξία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɡa.lasˈsi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαagalassia (it)
Πηγές
επεξεργασία- agalassia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).