Δείτε επίσης: οξύγαλα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀξύγαλα ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀξύγαλᾰ τὰ ὀξυγάλᾰκτ
      γενική τοῦ ὀξυγάλᾰκτος τῶν ὀξυγαλᾰ́κτων
      δοτική τῷ ὀξυγάλᾰκτ τοῖς ὀξυγάλᾰξῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὀξύγαλᾰ τὰ ὀξυγάλᾰκτ
     κλητική ! ὀξύγαλᾰ ὀξυγάλᾰκτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀξυγάλᾰκτε
γεν-δοτ τοῖν  ὀξυγαλᾰ́κτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀξύγαλα, ήδη τον 5ο/4ο αιώνα πκε σε απόσπασμα του Κτησία (: πίνουσι δὲ γάλα καὶ ὀξύγαλα τῶν προβάτων) [1] < ὀξύ- + -γαλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀξύγαλα ουδέτερο

  1. (ποτό) το ξινόγαλα
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αρταξέρξης, 3.2 @scaife.perseus
    εἰς τοῦτο δεῖ τὸν τελούμενον παρελθόντα τὴν μὲν ἰδίαν ἀποθέσθαι στολήν, ἀναλαβεῖν δὲ ἣν Κῦρος ὁ παλαιὸς ἐφόρει πρὶν ἢ βασιλεὺς γενέσθαι, καὶ σύκων παλάθης ἐμφαγόντα τερμίνθου κατατραγεῖν καὶ ποτήριον ἐκπιεῖν ὀξυγάλακτος.
  2. (τρόφιμο) το τυρόγαλο

Αναφορές

επεξεργασία