Δείτε επίσης: οξύγαλα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀξύγαλα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀξύγαλα ὀξύ- + -γαλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀξύγαλα ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀξύγαλᾰ τὰ ὀξυγάλᾰκτ
      γενική τοῦ ὀξυγάλᾰκτος τῶν ὀξυγαλᾰ́κτων
      δοτική τῷ ὀξυγάλᾰκτ τοῖς ὀξυγάλᾰξῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὀξύγαλᾰ τὰ ὀξυγάλᾰκτ
     κλητική ! ὀξύγαλᾰ ὀξυγάλᾰκτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀξυγάλᾰκτε
γεν-δοτ τοῖν  ὀξυγαλᾰ́κτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀξύγαλα < ὀξύ- + -γαλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀξύγαλα ουδέτερο

  1. (ποτό) το ξινόγαλα
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αρταξέρξης, 3.2 @scaife.perseus
    εἰς τοῦτο δεῖ τὸν τελούμενον παρελθόντα τὴν μὲν ἰδίαν ἀποθέσθαι στολήν, ἀναλαβεῖν δὲ ἣν Κῦρος ὁ παλαιὸς ἐφόρει πρὶν ἢ βασιλεὺς γενέσθαι, καὶ σύκων παλάθης ἐμφαγόντα τερμίνθου κατατραγεῖν καὶ ποτήριον ἐκπιεῖν ὀξυγάλακτος.
  2. (τρόφιμο) το τυρόγαλο

  Πηγές επεξεργασία