ὀξύγαλα
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀξύγαλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξύγαλα ὀξύ- + -γαλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀξύγαλα ουδέτερο
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ὀξυγάλατος, ὀξυγάλακτος (γενική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οξύγαλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀξύγαλᾰ | τὰ | ὀξυγάλᾰκτᾰ |
γενική | τοῦ | ὀξυγάλᾰκτος | τῶν | ὀξυγαλᾰ́κτων |
δοτική | τῷ | ὀξυγάλᾰκτῐ | τοῖς | ὀξυγάλᾰξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ὀξύγαλᾰ | τὰ | ὀξυγάλᾰκτᾰ |
κλητική ὦ! | ὀξύγαλᾰ | ὀξυγάλᾰκτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξυγάλᾰκτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀξυγαλᾰ́κτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀξύγαλα, ήδη τον 5ο/4ο αιώνα πκε σε απόσπασμα του Κτησία (: πίνουσι δὲ γάλα καὶ ὀξύγαλα τῶν προβάτων) [1] < ὀξύ- + -γαλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀξύγαλα ουδέτερο
- (ποτό) το ξινόγαλα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αρταξέρξης, 3.2 @scaife.perseus
- εἰς τοῦτο δεῖ τὸν τελούμενον παρελθόντα τὴν μὲν ἰδίαν ἀποθέσθαι στολήν, ἀναλαβεῖν δὲ ἣν Κῦρος ὁ παλαιὸς ἐφόρει πρὶν ἢ βασιλεὺς γενέσθαι, καὶ σύκων παλάθης ἐμφαγόντα τερμίνθου κατατραγεῖν καὶ ποτήριον ἐκπιεῖν ὀξυγάλακτος.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αρταξέρξης, 3.2 @scaife.perseus
- (τρόφιμο) το τυρόγαλο
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀξύγαλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀξύγαλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.