Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀξυγαλατᾶς < από τη γενική πτώση (ὀξυγάλατος) του ὀξύγαλα + -ᾶς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀξυγαλατᾶς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία