οξύγαλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξύγαλα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀξύγαλα. Συγχρονικά αναλύεται σε οξύ- + -γαλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈksi.ɣa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξύ‐γα‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξύγαλα ουδέτερο
- (λόγιο) συνώνυμο του ξινόγαλα
- ※ Κατά την παραγωγή των οξυγαλάτων ζυμώνεται περίπου το 20% της λακτόζης με αποτέλεσμα την παραγωγή οξέος, κυρίως γαλακτικού (Στέλιος Κμιναρίδης, Γκόλφω Μοάτσου, Γαλακτοκομία, Ενότητα 2, σελ. 11 , CC-BY-SA, ανάκτηση 13/3/2022 [1])
- (κατ’ επέκταση) το γιαούρτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξύγαλα
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)