Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλάρι τα γαλάρια
      γενική του γαλαριού των γαλαριών
    αιτιατική το γαλάρι τα γαλάρια
     κλητική γαλάρι γαλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλάρι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλάρι ουδέτερο

  1. μικρό προβάτου ή κατσικιού το οποίο ακόμα θηλάζει
  2. γαλάρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία