Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτοποιητικός η γαλακτοποιητική το γαλακτοποιητικό
      γενική του γαλακτοποιητικού της γαλακτοποιητικής του γαλακτοποιητικού
    αιτιατική τον γαλακτοποιητικό τη γαλακτοποιητική το γαλακτοποιητικό
     κλητική γαλακτοποιητικέ γαλακτοποιητική γαλακτοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτοποιητικοί οι γαλακτοποιητικές τα γαλακτοποιητικά
      γενική των γαλακτοποιητικών των γαλακτοποιητικών των γαλακτοποιητικών
    αιτιατική τους γαλακτοποιητικούς τις γαλακτοποιητικές τα γαλακτοποιητικά
     κλητική γαλακτοποιητικοί γαλακτοποιητικές γαλακτοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτοποιητικός < γαλακτοποίηση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

γαλακτοποιητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία