γαλακτοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλακτοποιητικός < γαλακτοποίηση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαγαλακτοποιητικός, -ή, -ό
- που παίρνει μέρος στη γαλακτοποίηση ή έχει σχέση μ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις γαλακτοποιός, γάλα και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλακτοποιητικός
|