Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλακτοποιός οι γαλακτοποιοί
      γενική του γαλακτοποιού των γαλακτοποιών
    αιτιατική τον γαλακτοποιό τους γαλακτοποιούς
     κλητική γαλακτοποιέ γαλακτοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γαλακτοποιός < γαλακτο(ποιέω) + -ποιός. Συγχρονικά, αναλύεται σε (γάλα) γαλακτο- + -ποιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣa.la.kto.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐κτο‐ποι‐ός

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η γαλακτοποιός το γαλακτοποιό
      γενική του/της γαλακτοποιού του γαλακτοποιού
    αιτιατική τον/τη γαλακτοποιό το γαλακτοποιό
     κλητική γαλακτοποιέ γαλακτοποιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτοποιοί τα γαλακτοποιά
      γενική των γαλακτοποιών των γαλακτοποιών
    αιτιατική τους/τις γαλακτοποιούς τα γαλακτοποιά
     κλητική γαλακτοποιοί γαλακτοποιά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γαλακτοποιός, -ός, -ό

  1. (επάγγελμα) που παράγει γάλα
     συνώνυμα: γαλακτοπαραγωγός
  2. που μετατρέπει ουσίες σε γαλακτώδη μορφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γαλακτοποιός οι γαλακτοποιοί
      γενική του/της γαλακτοποιού των γαλακτοποιών
    αιτιατική τον/τη γαλακτοποιό τους/τις γαλακτοποιούς
     κλητική γαλακτοποιέ γαλακτοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γαλακτοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γάλα και ποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «γαλακτοποίηση, γαλακτοποιός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτοποιός < γαλακτο(ποιέω) + -ποιός, γαλακτο- + -ποιός

  Επίθετο επεξεργασία

γαλακτοποιός, -ός, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γάλα και ποιέω

  Πηγές επεξεργασία