πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλακτοποιός οι γαλακτοποιοί
      γενική του γαλακτοποιού των γαλακτοποιών
    αιτιατική τον γαλακτοποιό τους γαλακτοποιούς
     κλητική γαλακτοποιέ γαλακτοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλακτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γαλακτοποιός < γαλακτο(ποιέω) + -ποιός. Συγχρονικά, αναλύεται σε (γάλα) γαλακτο- + -ποιός
ΔΦΑ : /ɣa.la.kto.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαλακτοποιός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «γαλακτοποίηση, γαλακτοποιός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

γαλακτοποιός, -ός, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία