γαλακτοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγαλακτοποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαλακτοποιώ | γαλακτοποιούσα | θα γαλακτοποιώ | να γαλακτοποιώ | γαλακτοποιώντας | |
β' ενικ. | γαλακτοποιείς | γαλακτοποιούσες | θα γαλακτοποιείς | να γαλακτοποιείς | (γαλακτοποίει) | |
γ' ενικ. | γαλακτοποιεί | γαλακτοποιούσε | θα γαλακτοποιεί | να γαλακτοποιεί | ||
α' πληθ. | γαλακτοποιούμε | γαλακτοποιούσαμε | θα γαλακτοποιούμε | να γαλακτοποιούμε | ||
β' πληθ. | γαλακτοποιείτε | γαλακτοποιούσατε | θα γαλακτοποιείτε | να γαλακτοποιείτε | γαλακτοποιείτε | |
γ' πληθ. | γαλακτοποιούν(ε) | γαλακτοποιούσαν(ε) | θα γαλακτοποιούν(ε) | να γαλακτοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γαλακτοποίησα | θα γαλακτοποιήσω | να γαλακτοποιήσω | γαλακτοποιήσει | ||
β' ενικ. | γαλακτοποίησες | θα γαλακτοποιήσεις | να γαλακτοποιήσεις | γαλακτοποίησε | ||
γ' ενικ. | γαλακτοποίησε | θα γαλακτοποιήσει | να γαλακτοποιήσει | |||
α' πληθ. | γαλακτοποιήσαμε | θα γαλακτοποιήσουμε | να γαλακτοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | γαλακτοποιήσατε | θα γαλακτοποιήσετε | να γαλακτοποιήσετε | γαλακτοποιήστε | ||
γ' πληθ. | γαλακτοποίησαν γαλακτοποιήσαν(ε) |
θα γαλακτοποιήσουν(ε) | να γαλακτοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαλακτοποιήσει | είχα γαλακτοποιήσει | θα έχω γαλακτοποιήσει | να έχω γαλακτοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαλακτοποιήσει | είχες γαλακτοποιήσει | θα έχεις γαλακτοποιήσει | να έχεις γαλακτοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαλακτοποιήσει | είχε γαλακτοποιήσει | θα έχει γαλακτοποιήσει | να έχει γαλακτοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαλακτοποιήσει | είχαμε γαλακτοποιήσει | θα έχουμε γαλακτοποιήσει | να έχουμε γαλακτοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαλακτοποιήσει | είχατε γαλακτοποιήσει | θα έχετε γαλακτοποιήσει | να έχετε γαλακτοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαλακτοποιήσει | είχαν γαλακτοποιήσει | θα έχουν γαλακτοποιήσει | να έχουν γαλακτοποιήσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις γαλακτοποιός, γάλα και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλακτοποιώ
|