Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η γαλακτοπαραγωγός το γαλακτοπαραγωγό
      γενική του/της γαλακτοπαραγωγού του γαλακτοπαραγωγού
    αιτιατική τον/τη γαλακτοπαραγωγό το γαλακτοπαραγωγό
     κλητική γαλακτοπαραγωγέ γαλακτοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτοπαραγωγοί τα γαλακτοπαραγωγά
      γενική των γαλακτοπαραγωγών των γαλακτοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις γαλακτοπαραγωγούς τα γαλακτοπαραγωγά
     κλητική γαλακτοπαραγωγοί γαλακτοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτοπαραγωγός < (γάλα) γαλακτο- + -παραγωγός

  Επίθετο επεξεργασία

γαλακτοπαραγωγός

  1. (επάγγελμα) ο παραγωγός γάλακτος (παλιότερα και ο βοσκός, ο τσομπάνης), ο άνθρωπος ή η μονάδα (και γαλακτοπαραγωγική)
  2. το ζώο που παράγει γάλα
    η σημασία της διατροφής στα γαλακτοπαραγωγά πρόβατα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία