Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαλακτοπαραγωγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαλακτοπαραγωγικ
ός
η
γαλακτοπαραγωγικ
ή
το
γαλακτοπαραγωγικ
ό
γενική
του
γαλακτοπαραγωγικ
ού
της
γαλακτοπαραγωγικ
ής
του
γαλακτοπαραγωγικ
ού
αιτιατική
τον
γαλακτοπαραγωγικ
ό
τη
γαλακτοπαραγωγικ
ή
το
γαλακτοπαραγωγικ
ό
κλητική
γαλακτοπαραγωγικ
έ
γαλακτοπαραγωγικ
ή
γαλακτοπαραγωγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαλακτοπαραγωγικ
οί
οι
γαλακτοπαραγωγικ
ές
τα
γαλακτοπαραγωγικ
ά
γενική
των
γαλακτοπαραγωγικ
ών
των
γαλακτοπαραγωγικ
ών
των
γαλακτοπαραγωγικ
ών
αιτιατική
τους
γαλακτοπαραγωγικ
ούς
τις
γαλακτοπαραγωγικ
ές
τα
γαλακτοπαραγωγικ
ά
κλητική
γαλακτοπαραγωγικ
οί
γαλακτοπαραγωγικ
ές
γαλακτοπαραγωγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαλακτοπαραγωγικός
<
γαλακτοπαραγωγός
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
γαλακτοπαραγωγικός, -ή, -ό
σχετικός με την
παραγωγή
γάλακτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαλακτοπαραγωγικός