Δείτε επίσης: Γαλατάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλατάς οι γαλατάδες
      γενική του γαλατά των γαλατάδων
    αιτιατική τον γαλατά τους γαλατάδες
     κλητική γαλατά γαλατάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλατάς < γάλα (γάλατ-) + -άς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣa.laˈtas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐τάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαλατάς αρσενικό, γαλατού θηλυκό

  1. (επάγγελμα) αυτός που πουλάει γάλα
  2. (επάγγελμα) αυτός που διανέμει στα σπίτια φρέσκο γάλα
  3. (παρωχημένο) μεγάλη, αδιαφανής μπίλια γαλακτερού χρώματος που χρησιμοποιούσαν για παιχνίδια με μπίλιες

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία