γαλακτοκόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλακτοκόμος < γαλακτο- + -κόμος < (αρχαία ελληνική κομέω / κομῶ, περιποιούμαι, φροντίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλακτοκόμος αρσενικό και θηλυκό
- (επάγγελμα) αγρότης, κτηνοτρόφος, τεχνίτης ή ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την παραγωγή γάλακτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλακτοκόμος
|