Ετυμολογία

επεξεργασία

млеко < πρωτοσλαβική melko < πρωτογερμανική meluks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

млеко (sr) (λατινική γραφή: mleko) ουδέτερο

  1. το γάλα



  Ετυμολογία

επεξεργασία

млеко < πρωτοσλαβική melko < πρωτογερμανική meluks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

млеко (mk) ουδέτερο

  1. το γάλα