γαλάκτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈla.kto.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λά‐κτω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλάκτωμα ουδέτερο
- (κοσμετολογία) γαλακτώδες καλλυντικό για τον καθαρισμό και την ενυδάτωση του προσώπου
- (χημεία) το υγρό που σχηματίζεται από τη διασπορά ενός υγρού σε άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γαλάκτωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας