γαλακτοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλακτοφόρος < γάλακτ(oς) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαγαλακτοφόρος
- που φέρνει γάλα, που κατεβάζει γάλα, που παράγει γάλα (γυναίκα ή ζώο)
- ανατομικό στοιχείο, μέσα από τον οποίο περνά γάλα (πόρος, αδένας, αγωγός)
- που συμβάλλει στην παραγωγή ή αύξηση της παραγωγής γάλακτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλακτοφόρος
|