γαλακτοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλακτοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γαλακτοφάγος < γαλακτοφαγέω[1] < αρχαία ελληνική γάλα + τρώγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.la.ktoˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐κτο‐φά‐γος
Επίθετο
επεξεργασίαγαλακτοφάγος
- (γαστρονομία) που τρέφεται (ενίοτε αποκλειστικά) με γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις γάλα και τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλακτοφάγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .