γαλουχημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαλουχημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαλουχώ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.lu.çiˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασία
γαλουχημένος
- που έχει γαλουχηθεί με κάτι, έχει μεγαλώσει από πολύ μικρός με συγκεκριμένες συνήθειες, ιδέες, αντιλήψεις, οράματα κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαλουχημένος
|