↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ οἰνόγαλᾰ τὰ οἰνογάλᾰκτ
      γενική τοῦ οἰνογάλᾰκτος τῶν οἰνογαλᾰ́κτων
      δοτική τῷ οἰνογάλᾰκτ τοῖς οἰνογάλᾰξῐ(ν)
    αιτιατική τὸ οἰνόγαλᾰ τὰ οἰνογάλᾰκτ
     κλητική ! οἰνόγαλᾰ οἰνογάλᾰκτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰνογάλᾰκτε
γεν-δοτ τοῖν  οἰνογαλᾰ́κτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰνόγαλα < (αρχαία ελληνική οἶνος) οἰνό- + γάλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰνόγᾰλᾰ, (τοῦ οἰνογάλακτος) ουδέτερο

  • οινόγαλα
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De muliebribus Γυναικεῖα, 1.80, @scaife.perseus
    Ἢ κολοκυνθίδας ἀγρίας δύο ἀποβρέξας ἐν οἰνογάλακτι ἑφθῷ ὅσον τέσσαρας κοτύλας, μίαν ἀπηθέειν, καὶ ξυμμίσγειν ἔλαιον ναρκίσσινον, καὶ κλύζειν