οινόγαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οινόγαλα < ελληνιστική κοινή οἰνόγᾰλᾰ (γενική: τοῦ οἰνογάλακτος) < αρχαία ελληνική οἶνος + γάλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινόγαλα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οινόγαλα