ομογάλακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομογάλακτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμογάλακτος < αρχαία ελληνική οἱ ὁμογάλακτες [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ομο- + (γάλα, γενική: γάλακτος) γαλακτ- + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.moˈɣa.la.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐γά‐λα‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίαομογάλακτος, -η, -ο
- που θήλασε από την ίδια γυναίκα με κάποιον άλλον, χωρίς αυτή να είναι φυσική μητέρα και των δυο τους· που μεγάλωσε μαζί με κάποιον άλλον
- ⮡ ομογάλακτος αδελφός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομογάλακτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ομογάλακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας