Δείτε επίσης: ὁμογάλακτοι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.moˈɣa.la.kti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐γά‐λα‐κτοι
ομόηχο: ομογάλακτη

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ομογάλακτοι

Δείτε επίσης επεξεργασία