Δείτε επίσης: ομογάλακτες

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁμογάλακτες: πληθυντικός του αμάρτυρου *ὁμογάλαξ < ὁμο- + (γάλα) γαλᾰκτ- + > -γάλακς > -γάλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὁμογάλακτες αρσενικό (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Απόγονοι επεξεργασία

ὁμογάλακτες (αρχαία ελληνικά)

ελληνιστική κοινή: ὁμογάλακτος
νέα ελληνικά: ομογάλακτος

  Πηγές επεξεργασία