*ὁμογάλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίααμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία*ὁμογάλαξ
- μαρτυρείται μόνο στον τύπο του πληθυντικού οἱ ὁμογάλακτες
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὁμογάλακτες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.