ὁμογάλακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὁμογάλακτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἱ ὁμογάλακτες, αρσενικό, πληθυντικός του *ὁμογάλαξ. Συγχρονικά αναλύεται σε ὁμο- + (γάλα) γαλᾰκτ- + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαὁμογάλακτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή , οικογένεια) ομογάλακτα αδέρφια (αδερφοί ή αδερφές)
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Λόγγος, Δάφνις καὶ Χλόη, 4.9.3@scaife.perseus
- τιμώμενος ὡς ὁμογάλακτος
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Λόγγος, Δάφνις καὶ Χλόη, 4.9.3@scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ὁμογάλακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.