Δείτε επίσης: ομογάλακτος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὁμογάλακτος τὸ ὁμογάλακτον
      γενική τοῦ/τῆς ὁμογαλάκτου τοῦ ὁμογαλάκτου
      δοτική τῷ/τῇ ὁμογαλάκτ τῷ ὁμογαλάκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμογάλακτον τὸ ὁμογάλακτον
     κλητική ! ὁμογάλακτε ὁμογάλακτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὁμογάλακτοι τὰ ὁμογάλακτ
      γενική τῶν ὁμογαλάκτων τῶν ὁμογαλάκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὁμογαλάκτοις τοῖς ὁμογαλάκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὁμογαλάκτους τὰ ὁμογάλακτ
     κλητική ! ὁμογάλακτοι ὁμογάλακτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁμογαλάκτω τὼ ὁμογαλάκτω
      γεν-δοτ τοῖν ὁμογαλάκτοιν τοῖν ὁμογαλάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμογάλακτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική οἱ ὁμογάλακτες, αρσενικό, πληθυντικός του *ὁμογάλαξ. Συγχρονικά αναλύεται σε ὁμο- + (γάλα) γαλᾰκτ- + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμογάλακτος, -ος, -ον