Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλατερά < γαλατερός < γαλακτερός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλατερά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γαλατερά