↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρέμα γάλακτος οι κρέμες γάλακτος
      γενική της κρέμας γάλακτος των κρεμών γάλακτος
    αιτιατική την κρέμα γάλακτος τις κρέμες γάλακτος
     κλητική κρέμα γάλακτος κρέμες γάλακτος
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρέμα γάλακτος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crème fraîche[1] → δείτε τις λέξεις κρέμα και γάλα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κρέμα γάλακτος θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κρέμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)