Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαγιονάρα οι σαγιονάρες
      γενική της σαγιονάρας των σαγιοναρών
    αιτιατική τη σαγιονάρα τις σαγιονάρες
     κλητική σαγιονάρα σαγιονάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σαγιονάρες

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαγιονάρα < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική さようなら (sayōnara: αντίο) さよなら (sayonara: αντίο), από τον τίτλο της ομώνυμης ταινίας του 1957 με τον Μάρλον Μπράντο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαγιονάρα θηλυκό

  • (υπόδηση) ανοικτό καλοκαιρινό παπούτσι με επίπεδη σόλα και λουράκι σε σχήμα Υ ανάμεσα στα δάκτυλα

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία