tong
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtong (en)
- το κυλινδρικό θερμαντικό μαλλιών για μπούκλες
- ≠ αντώνυμα: hair straightener (ισιωτικό μαλλιών, πρέσα μαλλιών)
- κινεζικός μυστικός σύνδεσμος, κινεζική μυστική οργάνωση
- το κινέζικο/κινεζικό οργανωμένο έγκλημα
Ρήμα
επεξεργασίαtong (en)
- κάνω μπούκλες τα μαλλιά με το ειδικό κυλινδρικό σίδερο
- σχηματίζω, δημιουργώ ή οργανώνω εγκληματική οργάνωση
- μετατρέπω μία κοινότητα ανθρώπων σε εγκληματική
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtong (fr) θηλυκό
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtong (nl)