↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόβα οι γόβες
      γενική της γόβας
    αιτιατική τη γόβα τις γόβες
     κλητική γόβα γόβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα ζευγάρι μαύρες γόβες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γόβα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γόβα < πιθανόν βενετική goba[1] (ιταλική gobba) < λατινική *gŭbbus / gibbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣo.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γό‐βα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γόβα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία